αταλός

αταλός
ἀταλός, -ή, -όν (Α)
Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος
2. νεανικός, ζωηρός
3. τρυφερός, στοργικός
4. υπάκουος, ευπειθής
II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα — στην επιγραφή του Διπύλου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. αυτής της οικογένειας (αταλός, ατάλλω, ατιτάλλω, αταλάφρων) παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο ετυμολογικά όσο και σημασιολογικά. Είναι όροι που χρησιμοποιούνται κυρίως για τα παιδιά, και γενικότερα για την παιδική ηλικία και τη νεότητα. Υποστηρίχθηκαν δύο βασικές απόψεις για την ετυμολ. του τ. αταλός. Η πρώτη, βασιζόμενη στα σημασιολογικά δεδομένα (πρβλ. ατιτάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω ένα παιδί», ατάλλω «ανατρέφω, καλοπιάνω, παίζω» και αταλός «αυτός που καλοπιάνεται, θωπεύεται, ο νέος, ο τρυφερός»), θεωρεί ότι ο τ. αταλός έχει προέλθει από το άττα «πατερούλης», αρχική σημασία «(ανα)τροφέας», εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας. Κατά τη δεύτερη υπόθεση ο τ. αταλός προήλθε από τον τ. αταλάφρων*, που με παρέκταση έγινε *αταλαφρονέων (όπως δολοφρονέων από δολόφρων), το οποίο με τη σειρά του έδωσε το επίθ. αταλός έπειτα από τη διάσπασή του στο αίσθημα των ομιλητών της γλώσσας σε δύο λ.: αταλά φρονέων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀταλός — tender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άταλος — η, ο αυτός που δεν συμπλήρωσε την ανάπτυξή του, αδύνατος, τρυφερός («άταλο μωρό», «άταλο πουλάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αταλός, με αρχαίο, αναλογικό αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

  • ἀταλά — ἀταλός tender neut nom/voc/acc pl ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc/acc dual ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλαί — ἀταλός tender fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλοί — ἀταλός tender masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλούς — ἀταλός tender masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλᾶν — ἀταλός tender masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλᾶς — ἀταλός tender fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλῇσι — ἀταλός tender fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀταλῇσιν — ἀταλός tender fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”